Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Δωμάτιο 666: Ξεμπλέκοντας το κουβάρι

Το βλέμμα της Αλέξις αυτή τη φορά με μπέρδεψε. Τι ήθελε απο μένα; Πάλι η ίδια κραυγή. Δεν μου μιλούσε-και με μπέρδεψε. Με κοιτούσε επίμονα. "ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;" της είπα με έντονη φωνή, την οποία δεν ήξερα καν οτι είχα. Εξακολουθούσε. Ο ίδιος συνηθισμένος μυστήριος ρυθμός της, η κραυγή της πρώτης μέρας που χτυπούσαν στο μυαλό μου σε ξέφρενους ρυθμούς, σαν να μου έλεγαν πως θα πεθάνω. Και εγώ τη κοίταξα, προκλητικά. Σαν να της λέω 'έλα, τέλειωσε με.' Σε κλάσματα δευτερολέπτου η Αλέξις βρέθηκε λίγα εκατοστά μακριά μου. Τα χέρια της στον λαιμό μου. Ο τρόμος κυλούσε στις φλέβες μου. Και τα άφησε. Γιατί; Γιατί τα άφησε; Δεν ήθελε να με σκοτώσει που παραβίασα τον χώρο της; Τον χώρο με τα αίματα, την σκηνή του θανάτου; Πρόκειται για μία πάλη, μεταξύ ζωντανού και νεκρού.. "ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ;" ακούστηκα πάλι βροντερή η φωνή μου, σαν να την προκαλώ για να πεθάνω. Με κοίταξε πάλι επίμονα.. "Όλα αυτά τα αίματα είναι δικά μου, εγώ τα προκάλεσα.." είπε με απαλή, αυτή τουλάχιστον τη φορά φωνή...
Τι στο καλό; Θα είχε συνέχεια;

Συνεχίζεται..

Αποτυπώματα: Τετράδα [1]

        Το τηλέφωνο της αστυνομικής διεύθυνσης χτύπησε. Ήταν κοντά στις τέσσερις τα ξημερώματα. Λίγα μόνο άτομα ήταν στο τμήμα. Ο Παύλος του εγκληματολογικού, που έφευγε συχνά τελευταίος. Μαζί του ο Δέρκος-που είχε βάρδια. Και το πάνω χέρι της Α' αστυνομικής διεύθυνσης, το κουμαντάρισμά τους. Ο Λύκος. Έτσι τον λέγανε τον Δημήτρη. Ήταν μοναχικός σαν λύκος, και φύλαγε το τμήμα κάθε βράδυ. Ήταν αναπληρωματικός του Γιώργη-που διέυθυνε ολόκληρο το τμήμα. Βάρδιες διαφορετικές, πρόσωπα ίδια και γνώριμα. Αλλά όχι αυτό το ξημέρωμα, όχι. Τρία άτομα δεν μπορούσαν να σώσουν την τσεκουράτη, την Αγγελική, την Αγγελική Λιβελού, που κυκλοφορούσε έξω απο το Saron με το τσεκούρι στα χέρια και τα ρούχα γεμάτα αίματα. Το σήκωσε ο Λύκος. Η φωνή της ήταν απεγνωσμένη, λες και κάποιος την κυνηγούσε. "Κινδυνεύω" είπε. Δόθηκε η διεύθυνση-έξω απο το Saron, στο Λαύριο. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να μείνουν πίσω αν έφευγαν αυτοί οι τρεις. Ο Δημήτρης χτύπησε την πόρτα του Παύλου. Άνοιξε απαλά και τον βρήκε καθιστό στην καρέκλα, να διαβάζει. "Παύλο; Σε ενοχλώ μήπως;'' είπε λαχανιασμένος. Ο Παύλος σήκωσε τα μάτια του απο το βιβλίο-ήταν ένα δερματόδετο μεγάλο βιβλίο. Ποιος ξέρει ποιο ήταν το περιεχόμενό του. "Όχι, πέρνα" του απάντησε ξερά. Ο Δημήτρης κάθισε στη καρεκλίτσα. "Πήρε τηλέφωνο μια γυναίκα-άγνωστα τα στοιχεία της. Είναι έξω απο το Saron και κινδυνεύει." Ο Παύλος άλλαξε ύφος. Σαν να τρόμαξε. "Στο Saron; Στο Λαύριο; Τι κάνει εκεί πέρα μια γυναίκα; Πρέπει επειγόντως να στείλουμε ενισχύσεις". Ο Δημήτρης τον κοίταξε. "Πάρε τους δικούς σου, είναι καλοί. Αυτοί της άμεσης δράσης είναι για πέταμα. Ακόμη δόκιμοι, όπλα μαθαίνουν να χειρίζονται. Θα στείλω εξερευνητές της δίωξης ναρκωτικών-την Σάρα και τον Λουκά. Αλλά στείλε και εσύ δικούς σου, είναι καλύτεροι απο τους δόκιμους, πιστεψέ με." Ο Παύλος σηκώθηκε. Του έκανε νόημα να περιμένει και βγήκε απο το γραφείο. Λίγες πόρτες παραπέρα ήταν το καταφύγιο του Δέρκου-η βιβλιοθήκη. Ο Δέρκος ήταν αναλυτής, διάβαζε πολύ όμως. "Χρήστο. Άσε το διάβασμα και πάρε τον Γιάννη με την Ερμίνα. Μια γυναίκα βρίσκεται μόνη στο Saron και κινδυνεύει. Και πήγαινε και εσύ μαζί." Ο Χρήστος δεν πρόλαβε να σηκώσει το κεφάλι του. Ήπιε μια γουλιά νερό, απο αυτό στο ποτήρι δίπλα του. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του. Σηκώθηκε και άφησε το βιβλίο κάτω, πάνω στο τραπέζι. Στο στρόγγυλο ξύλινο τραπέζι της βιβλιοθήκης. Άνοιξε το καπάκι του κινητού του, πληκτρολόγησε λίγα νούμερα και μετά απο λίγο είπε στην κοπέλα της γραμμής: Ερμίνα, ντύσου και έλα. Αργότερα έδωσε σήμα ο Παύλος. Σήμα να πάρει τον Γιάννη. Ποιος ξέρει με ποια βρισκότανε ο Γιάννης εκείνο το βράδυ. Ακολούθησε η ίδια πράξη, μα μια παρόμοια φράση. "ΓΙΑΝΝΗ, ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ". Ήταν διαταγή, σαν τα λόγια του προς την Ερμίνα. Η ώρα πέρασε, κόντεψε πέντε. Ήλπιζαν να ήταν ακόμη εκεί η κοπελίτσα. Πήραν τον δρόμο για το Saron, εκείνη τη στιγμή. Το τμήμα βρισκόταν στο κέντρο και η κοπέλα είχε καλέσει στα άμεσα και είχαν περάσει εκεί την κλήση. Μόλις δύο χιλιόμετρα απο το Λαύριο, το ξενοδοχείο. Χμ, μάλλον η κοπέλα δεν ήξερε τόσο καλή γεωγραφία. Αλλά το βρήκαν. Αυτό έχει σημασία. Μα η κοπέλα πουθενά. Στάθμευσαν στο ξενοδοχείο και η εξερεύνηση ξεκίνησε. Ο Γιάννης με την Ερμίνα, μαζί, ψάχνανε για την κοπέλα. Ο Χρήστος έκανε ερωτήσεις στο ξενοδοχείο-ήταν εντελώς έξω απο τα νερά του. Ξαφνικά όμως, μια κραυγή διατάραξε την όμορφη μαγευτική ησυχία. Ήταν μια κραυγή πανικού, και ερχόταν απο το δωμάτιο 205. Ο Παύλος έτρεξε-όσο μπορούσε δηλαδή. Έβγαλε το όπλο και επιφυλακτικά μπήκε μέσα. Η κοπέλα, το τσεκούρι. Όλα κολλούσανε στο παζλ αυτό. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, οι άκρες τους ήταν ματωμένες. Κρατούσε τσεκούρι στα χέρια της, και φόραγε άσπρο φόρεμα. Ματωμένο, και αυτό. Τα χείλη της σκισμένα. Ποιος ξέρει τι παιζόταν. Μπήκε και η Ερμίνα, για την εξερεύνηση του χώρου. Τέσσερα πτώματα στο μπάνιο. Αίμα στον τοίχο. "Πόσο μου αρέσει το αίμα..." είπε η Ερμίνα και σύλλεξε μερικό για ανάλυση. Αίμα και γύρω απ'τα πτώματα, λίγο ακόμα συλλέχθηκε. Διαφορετικοί τόνοι, διαφορετική διασπορά, ένα εργαλείο φόνου, και αυτό στα χέρια της κοπέλας. Οι υποψίες πάνω της. Κραυγές που έβγαιναν απο έναν ξερό λαιμό, και ακουγόντουσαν σε όλο το ξενοδοχείο. Ήταν χειμώνας, και ευτυχώς δεν υπήρχε πολλή κίνηση. Ξαφνικά, η Σάρα. Η Σάρα της δίωξης ναρκωτικών. Τι γύρευε εδώ; Η Ερμίνα την κοίταξε με μίσος, και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί της. Στο πάτωμα του δωματίου ποτά, και δύο τσάντες. Και ίχνη. Ίχνη, ίχνη οποιουδήποτε. Μα ταίριαζαν σε γυναικεία γόβα, όχι και πολύ μικρού νουμέρου. Θα ήταν κανένα 40άρι. Οι τσάντες ήταν ανοιχτές και τοποθετημένες σε μία απόσταση 30 εκατοστών απο τα δύο γυναικεία πτώματα. Και ένα μπουκάλι βότκα ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο Χρήστος έπιασε την άγνωστη κοπέλα. Προσπάθησε να την καθυσηχάσει και τις φόρεσε τις χειροπέδες. Την πήρε απο εκεί... "Πως σε λένε;" την ρώτησε. Καμία ανταπόκριση. "Εγώ δεν έφταιγα, εγώ μιλούσα με τα ψαράκια.."