Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Κάτω απο την ματωμένη γκιλοτίνα

Ο χρόνος της ζωής του Γιώργου και της Ηλέκτρας, ενός ζευγαριού σαδιστών, μετρούσε πλέον αντίστροφα και μάλλον εις βάρος τους, με το ρυθμό που τον ένιωθαν να μετράει αντίστροφα και τα θύματά τους, όταν βρίσκονταν φυλακισμένοι στα δεσμά της γκιλοτίνας του σπιτιού του δράματος, με μια λεπίδα να κρέμεται πάνω απο το κεφάλι τους και να είναι έτοιμη να προσγειωθεί στον λαιμό τους και να τους αφήσει χωρίς κεφάλι. Αβοήθητοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, με το κεφάλι ανάμεσα σε δυο κομμάτια ξύλου και την φωνή της Ηλέκτρας να ακούγεται απο μια γωνία του δωματίου, διατυπώνοντας τις διαστροφικές τις σκέψεις για την τύχη των κεφαλιών τους, τα οποία πιθανότατα θα διατηρούνταν στη φορμόλη, μέσα σε γυάλες στο πίσω μέρος του δωματίου της φρίκης.
Ο Γιώργος, χειριστής του μοχλού αυτού του φρικτού αντικειμένου που είχε γευτεί το αίμα αρκετών ανθρώπων, εκτελούσε τις εντολές τις Ηλέκτρας χωρίς να έχει σκεφτεί τις συνέπειες. Και τώρα, στέκονται κοντά στην γκιλοτίνα με τα χέρια τους δεμένα, με την αγωνία των θυμάτων τους και τις στιγμές τους να γυροφέρνουν στο μυαλό και να μην τους αφήνουν καθαρή τη σκέψη τους. Οι κραυγές που είχαν ακουστεί σε αυτό το δωμάτιο, και το αίμα που το είχε πλημμυρίσει δεν τα χωρούσε ανθρώπινος νους.
Η γκιλοτίνα μετρούσε τα λεπτά της ζωής σου, τον χρόνο που σου είχε αφήσει η Ηλέκτρα να μετανιώσεις για όλα σου τα λάθη, τα οποία θα έπαιρνες μαζί σου, είτε πήγαινες στην κόλαση, είτε στον παράδεισο. Πριν ο Γιώργος αφήσει τον μοχλό της λεπίδας, μπορούσες να μετανιώσεις για τα σφάλματα-εξάλλου η λεπίδα θα τα έπαιρνε μαζί της. Η λεπίδα ήξερε τα μυστικά τόσων ανθρώπων, είχε πλέον την δική της ιστορία. Τόσο αίμα είχε περάσει απο εκεί, το δωμάτιο της φρίκης θα έπρεπε να ονομάζεται ματωμένο πλέον. Αλλά όχι, η απόφαση των δικαστών δεν ήταν να εκτελεστούν στην γκιλοτίνα τους. Δεν ήταν να νιώσουν όπως τα θύματά τους. Ήτανε απλώς μια ισόβια φυλάκιση την οποία μερικοί ήλπιζαν να μεταμορφωθεί σε θανατική ποινή.

Για να νιώσουν την λεπίδα να πέφτει απότομα στον λαιμό τους, και το κεφάλι να απομακρύνεται απο το υπόλοιπο σώμα τους και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην φορμόλη.

Σε μια γυάλα γεμάτη φορμόλη. Γιατί, αυτά ήταν τα ενθύμια της Ηλέκτρας-μόνο γυάλες φορμόλης, που της θύμιζαν τα τραύματα της ψυχής της.


Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Αποτυπώματα: Το χέρι [2]

Είχε περάσει πια η ώρα, και δυστυχώς στοιχεία δεν είχαν βρεθεί. Βρισκόντουσαν πια στην αίθουσα συνεδριάσεων, τη μεγάλη αίθουσα με δυο άγνωστα πρόσωπα. Και εκεί που περίμεναν να συγκεντρωθούν επιτέλους τα στοιχεία και να πάνε στα πόστα τους, πρόσεξαν πως ο Παύλος δεν ήταν τόσο κοντά στον πίνακα για τα στοιχεία. Δεν ήταν σίγουρο, αλλά οι νέες κοπέλες που κάθονταν στην είσοδο τους κίνησαν υποψίες. Ο Παύλος της φώναξε να έρθουν μπροστά. Κάνανε βήματα προς τον πίνακα. "Δέρκου Δήμητρα, Μελάνη Θεοδώρα. Η νέα μας τεχνικός υπολογιστών και η προσωρινή βοηθός του Χρήστου στο εργαστήριο." Αυτές έκατσαν στις καρέκλες της αίθουσας και ο Παύλος άρχισε να μιλάει για την υπόθεση ενώ η Ερμίνα σημείωνε στον πίνακα. "Ένα χέρι στο πάρκο. Τι γίνεται;" είπε η Θεοδώρα με ύφος που όντως θύμιζε τη θέση της πρωτάρας στην οποία βρισκόταν. Δεν πήρε απάντηση, και η συνεδρίαση τελείωσε με τα λόγια του Παύλου που καθοδηγούσαν τις νέες. Ακολούθησαν τους συνεργάτες, η Δήμητρα τον Διονύση και η Θεοδώρα τον Χρήστο με την Άρτεμη. Στο μέρος των αναλύσεων επικρατούσε χοντρός πανικός, ενώ στα γραφεία των Ανακριτών και τον εξερευνητών ησυχία, όπως και στους υπολογιστές. Ο καθένας με τους συνεργάτες του, και η ένταση υπήρχε μόνο στο εργαστήριο των αναλύσεων. "Αν καταφέρετε να αποσπάσετε υλικό απο εδώ και να το ταυτοποιήσετε, εγώ θα σας δώσω συγχαρητήρια. Ο δολοφόνος μας είναι τέρμα καλλιτέχνης, κοιτάξτε εδώ κόψιμο. Όταν δεν υπάρχει αίμα, θα δυσκολευτείτε να βρείτε υλικό. Το καλό είναι οτι μπορεί να υπάρχει κάποιο αποτύπωμα στον ιστό ή κάτι τέτοιο, αλλά το βρίσκω κομματάκι δύσκολο." τους είπε η Άρτεμη. "Θεοδώρα, θα σε βοηθήσει ο Χρήστος." συνέχισε. Ο Χρήστος άνοιξε την πόρτα για τις αναλύσεις, και η Θεοδώρα τον ακολούθησε. Της έδειξε το μέρος της, τον πάγκο της. "Εσένα κάπου σε ξέρω. Ήσουν Λάρισα;" την ρώτησε. Η Θεοδώρα κοίταξε προς το μέρος του. "Ναι, γιατί; Τέλειωσα το Βιοχημικό, και διάλεξα να έρθω εδώ. Δεν έχω κάνει ακόμα μεταπτυχιακό για να μπω εδώ, αλλά έχω ήδη την ιδιότητα της αναλύτριας." του απάντησε.
"Είσαι η Μελανιά, απο το τελευταίο έτος;" της χαμογέλασε απαλά, και αυτή του έγνεψε καταφατικά. "Αχ, καλέ σε ξέρω. Παρακολουθούσες μαθήματα όταν ήμουν στο πρώτο έτος." του αντιλόγησε.
"Ναι, και μετά έφυγα εξωτερικό. Και κατέληξα εδώ, να βαράω μύγες περιμένοντας να κάνω ανάλυση. Λοιπόν; Θα την κάνουμε; Παρεπιπτόντως, η Δήμητρα, η καινούργια.. Είναι αδερφή μου." της είπε.
"Αν μου δείξεις τον λύκο σου, κάτι θα κάνω να τελειώσει η ανάλυση." απάντησε πάλι η Θεοδώρα. Ο Χρήστος έπιασε το διαφανές πανωφόρι, και της το έδωσε.
"Φόρα αυτό, βόηθα με.. Και κάτι θα κάνω"
της χαμογέλασε ενώ τις έδινε το κουτί που βρισκόταν το χέρι.
Η Θεοδώρα το άνοιξε, φόρεσε το πανωφόρι και το ακούμπησε στον πάγκο.

Συνεχίζεται :Ρ

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Το δωμάτιο 666: Απόφαση ζωής και θανάτου

Ξύπνησα με μια περίεργη ζάλη στο πάτωμα του μπάνιου της. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου μετά απο αυτή τη περίεργη συνάντηση και έπρεπε να αποφασίσω αν ήθελα να μάθω το μυστικό της και να το πάρω μαζί μου ή να μείνω με την απορία. Αλλά ένα κλίμα με είχε κυριεύσει και ήθελα σαν τρελή να μάθω το μυστικό της Αλέξις. Αλλά τα κενά της υπόθεσής της ήταν πολλά. Έπρεπε να ψάξω, να ρωτήσω.. Αλλά ποιον; Ο ιδιοκτήτης το πρωί έφυγε για ταξίδι, δεν είχα την εύνοια του για να συνεχίσω. Η ρεσεψιονίστ φαινόταν καινούριο πρόσωπο. Και εγώ ήμουν τόσο μπερδεμένη και δεν ήξερα την επόμενη κίνησή μου, και της Αλέξις επίσης. Πως προκάλεσε αυτή τα αίματα; Σηκώθηκα και κοίταξα τον τόπο. Δεν ήταν εκεί. Αλλά ήμουν σίγουρη πως θα ερχόταν. Κατευθύνθηκα στην πόρτα που θα με έβγαζε απο αυτή την κόλαση και η ζάλη κυρίευσε πάλι στο μυαλό μου. Έπεσα. Και εικόνες πέρασαν μπροστά απο τα μάτια μου αυτή τη στιγμή. Σαν μια ταινία που έπρεπε να δω πριν πεθάνω, μα εγώ.. Εγώ δεν πέθαινα. Είχα ακόμη σφυγμό, ανάσα, η καρδιά μου είχε ακόμα χτύπο. Κατά την διάρκεια αυτού του εγκεφαλικού παιχνιδιού μου, η αναπαραγωγή των σκηνών μου φάνηκε οικεία. Σαν ένα θρίλερ που ζούσα και ίσως με βοηθούσε να βγάλω μια άκρη. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Αίμα. Παντού αίμα και..για στάσου. Νομίζω πως είδα.. Είδα ένα παιδάκι. Και μετά κατευθείαν δυο νεκρούς. Τι γίνεται; Ποιο είναι το παιδί και γιατί αυτοί έπεσαν κάτω; Άνοιξα τα μάτια μου και ένιωσα σαν να έχω πάθει μια μικρή κρίση πανικού. Ένιωθα έτοιμη να πέσω σε ένα κενό και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Την άνοιξα, και έφυγα. Έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα απο αυτό το δωμάτιο και έτρεξα. Έτρεξα να βρω κάποιον που ήξερε. Αν αυτή ήταν η Αλέξις, πριν απο πόσα χρόνια έγινε αυτό; Αν όχι; Τότε.. Τι γινόταν; Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες του ορόφου να πάω να βρω την ρεσεψιονίστ. Στάθηκα μπροστά απο τον πάγκο της και περίμενα.. Και εμφανίστηκε, κάνοντας πως δεν με ξέρει. Την ακολούθησα και τότε, τότε με κατάλαβε. Την ρώτησα ποιο είναι το άτομο που εργάζεται περισσότερο καιρό εδώ μέσα, και μου απάντησε. Μου είπε κάτι για τον ιδιοκτήτη και μια υπόθεση με την καθαρίστρια. Είχα μπερδευτεί τόσο και διάνυα την τέταρτη μέρα.. Ήταν η τελευταία ολόκληρη μέρα που θα περνούσα εκεί και έπρεπε να μάθω την αλήθεια.

Συνεχίζεται.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Δωμάτιο 666: Ξεμπλέκοντας το κουβάρι

Το βλέμμα της Αλέξις αυτή τη φορά με μπέρδεψε. Τι ήθελε απο μένα; Πάλι η ίδια κραυγή. Δεν μου μιλούσε-και με μπέρδεψε. Με κοιτούσε επίμονα. "ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;" της είπα με έντονη φωνή, την οποία δεν ήξερα καν οτι είχα. Εξακολουθούσε. Ο ίδιος συνηθισμένος μυστήριος ρυθμός της, η κραυγή της πρώτης μέρας που χτυπούσαν στο μυαλό μου σε ξέφρενους ρυθμούς, σαν να μου έλεγαν πως θα πεθάνω. Και εγώ τη κοίταξα, προκλητικά. Σαν να της λέω 'έλα, τέλειωσε με.' Σε κλάσματα δευτερολέπτου η Αλέξις βρέθηκε λίγα εκατοστά μακριά μου. Τα χέρια της στον λαιμό μου. Ο τρόμος κυλούσε στις φλέβες μου. Και τα άφησε. Γιατί; Γιατί τα άφησε; Δεν ήθελε να με σκοτώσει που παραβίασα τον χώρο της; Τον χώρο με τα αίματα, την σκηνή του θανάτου; Πρόκειται για μία πάλη, μεταξύ ζωντανού και νεκρού.. "ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ;" ακούστηκα πάλι βροντερή η φωνή μου, σαν να την προκαλώ για να πεθάνω. Με κοίταξε πάλι επίμονα.. "Όλα αυτά τα αίματα είναι δικά μου, εγώ τα προκάλεσα.." είπε με απαλή, αυτή τουλάχιστον τη φορά φωνή...
Τι στο καλό; Θα είχε συνέχεια;

Συνεχίζεται..

Αποτυπώματα: Τετράδα [1]

        Το τηλέφωνο της αστυνομικής διεύθυνσης χτύπησε. Ήταν κοντά στις τέσσερις τα ξημερώματα. Λίγα μόνο άτομα ήταν στο τμήμα. Ο Παύλος του εγκληματολογικού, που έφευγε συχνά τελευταίος. Μαζί του ο Δέρκος-που είχε βάρδια. Και το πάνω χέρι της Α' αστυνομικής διεύθυνσης, το κουμαντάρισμά τους. Ο Λύκος. Έτσι τον λέγανε τον Δημήτρη. Ήταν μοναχικός σαν λύκος, και φύλαγε το τμήμα κάθε βράδυ. Ήταν αναπληρωματικός του Γιώργη-που διέυθυνε ολόκληρο το τμήμα. Βάρδιες διαφορετικές, πρόσωπα ίδια και γνώριμα. Αλλά όχι αυτό το ξημέρωμα, όχι. Τρία άτομα δεν μπορούσαν να σώσουν την τσεκουράτη, την Αγγελική, την Αγγελική Λιβελού, που κυκλοφορούσε έξω απο το Saron με το τσεκούρι στα χέρια και τα ρούχα γεμάτα αίματα. Το σήκωσε ο Λύκος. Η φωνή της ήταν απεγνωσμένη, λες και κάποιος την κυνηγούσε. "Κινδυνεύω" είπε. Δόθηκε η διεύθυνση-έξω απο το Saron, στο Λαύριο. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να μείνουν πίσω αν έφευγαν αυτοί οι τρεις. Ο Δημήτρης χτύπησε την πόρτα του Παύλου. Άνοιξε απαλά και τον βρήκε καθιστό στην καρέκλα, να διαβάζει. "Παύλο; Σε ενοχλώ μήπως;'' είπε λαχανιασμένος. Ο Παύλος σήκωσε τα μάτια του απο το βιβλίο-ήταν ένα δερματόδετο μεγάλο βιβλίο. Ποιος ξέρει ποιο ήταν το περιεχόμενό του. "Όχι, πέρνα" του απάντησε ξερά. Ο Δημήτρης κάθισε στη καρεκλίτσα. "Πήρε τηλέφωνο μια γυναίκα-άγνωστα τα στοιχεία της. Είναι έξω απο το Saron και κινδυνεύει." Ο Παύλος άλλαξε ύφος. Σαν να τρόμαξε. "Στο Saron; Στο Λαύριο; Τι κάνει εκεί πέρα μια γυναίκα; Πρέπει επειγόντως να στείλουμε ενισχύσεις". Ο Δημήτρης τον κοίταξε. "Πάρε τους δικούς σου, είναι καλοί. Αυτοί της άμεσης δράσης είναι για πέταμα. Ακόμη δόκιμοι, όπλα μαθαίνουν να χειρίζονται. Θα στείλω εξερευνητές της δίωξης ναρκωτικών-την Σάρα και τον Λουκά. Αλλά στείλε και εσύ δικούς σου, είναι καλύτεροι απο τους δόκιμους, πιστεψέ με." Ο Παύλος σηκώθηκε. Του έκανε νόημα να περιμένει και βγήκε απο το γραφείο. Λίγες πόρτες παραπέρα ήταν το καταφύγιο του Δέρκου-η βιβλιοθήκη. Ο Δέρκος ήταν αναλυτής, διάβαζε πολύ όμως. "Χρήστο. Άσε το διάβασμα και πάρε τον Γιάννη με την Ερμίνα. Μια γυναίκα βρίσκεται μόνη στο Saron και κινδυνεύει. Και πήγαινε και εσύ μαζί." Ο Χρήστος δεν πρόλαβε να σηκώσει το κεφάλι του. Ήπιε μια γουλιά νερό, απο αυτό στο ποτήρι δίπλα του. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του. Σηκώθηκε και άφησε το βιβλίο κάτω, πάνω στο τραπέζι. Στο στρόγγυλο ξύλινο τραπέζι της βιβλιοθήκης. Άνοιξε το καπάκι του κινητού του, πληκτρολόγησε λίγα νούμερα και μετά απο λίγο είπε στην κοπέλα της γραμμής: Ερμίνα, ντύσου και έλα. Αργότερα έδωσε σήμα ο Παύλος. Σήμα να πάρει τον Γιάννη. Ποιος ξέρει με ποια βρισκότανε ο Γιάννης εκείνο το βράδυ. Ακολούθησε η ίδια πράξη, μα μια παρόμοια φράση. "ΓΙΑΝΝΗ, ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ". Ήταν διαταγή, σαν τα λόγια του προς την Ερμίνα. Η ώρα πέρασε, κόντεψε πέντε. Ήλπιζαν να ήταν ακόμη εκεί η κοπελίτσα. Πήραν τον δρόμο για το Saron, εκείνη τη στιγμή. Το τμήμα βρισκόταν στο κέντρο και η κοπέλα είχε καλέσει στα άμεσα και είχαν περάσει εκεί την κλήση. Μόλις δύο χιλιόμετρα απο το Λαύριο, το ξενοδοχείο. Χμ, μάλλον η κοπέλα δεν ήξερε τόσο καλή γεωγραφία. Αλλά το βρήκαν. Αυτό έχει σημασία. Μα η κοπέλα πουθενά. Στάθμευσαν στο ξενοδοχείο και η εξερεύνηση ξεκίνησε. Ο Γιάννης με την Ερμίνα, μαζί, ψάχνανε για την κοπέλα. Ο Χρήστος έκανε ερωτήσεις στο ξενοδοχείο-ήταν εντελώς έξω απο τα νερά του. Ξαφνικά όμως, μια κραυγή διατάραξε την όμορφη μαγευτική ησυχία. Ήταν μια κραυγή πανικού, και ερχόταν απο το δωμάτιο 205. Ο Παύλος έτρεξε-όσο μπορούσε δηλαδή. Έβγαλε το όπλο και επιφυλακτικά μπήκε μέσα. Η κοπέλα, το τσεκούρι. Όλα κολλούσανε στο παζλ αυτό. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, οι άκρες τους ήταν ματωμένες. Κρατούσε τσεκούρι στα χέρια της, και φόραγε άσπρο φόρεμα. Ματωμένο, και αυτό. Τα χείλη της σκισμένα. Ποιος ξέρει τι παιζόταν. Μπήκε και η Ερμίνα, για την εξερεύνηση του χώρου. Τέσσερα πτώματα στο μπάνιο. Αίμα στον τοίχο. "Πόσο μου αρέσει το αίμα..." είπε η Ερμίνα και σύλλεξε μερικό για ανάλυση. Αίμα και γύρω απ'τα πτώματα, λίγο ακόμα συλλέχθηκε. Διαφορετικοί τόνοι, διαφορετική διασπορά, ένα εργαλείο φόνου, και αυτό στα χέρια της κοπέλας. Οι υποψίες πάνω της. Κραυγές που έβγαιναν απο έναν ξερό λαιμό, και ακουγόντουσαν σε όλο το ξενοδοχείο. Ήταν χειμώνας, και ευτυχώς δεν υπήρχε πολλή κίνηση. Ξαφνικά, η Σάρα. Η Σάρα της δίωξης ναρκωτικών. Τι γύρευε εδώ; Η Ερμίνα την κοίταξε με μίσος, και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί της. Στο πάτωμα του δωματίου ποτά, και δύο τσάντες. Και ίχνη. Ίχνη, ίχνη οποιουδήποτε. Μα ταίριαζαν σε γυναικεία γόβα, όχι και πολύ μικρού νουμέρου. Θα ήταν κανένα 40άρι. Οι τσάντες ήταν ανοιχτές και τοποθετημένες σε μία απόσταση 30 εκατοστών απο τα δύο γυναικεία πτώματα. Και ένα μπουκάλι βότκα ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο Χρήστος έπιασε την άγνωστη κοπέλα. Προσπάθησε να την καθυσηχάσει και τις φόρεσε τις χειροπέδες. Την πήρε απο εκεί... "Πως σε λένε;" την ρώτησε. Καμία ανταπόκριση. "Εγώ δεν έφταιγα, εγώ μιλούσα με τα ψαράκια.." 

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ζώντας τη ζωή


"Ξέρεις κάτι; Τους ανθρώπους φοβάμαι πιο πολύ. Αυτοί σου προκαλούν τα περισσότερα κακά, σε σκοτώνουν, σου δημιουργούν προβλήματα και σε καταστρέφουν. Όχι, δεν είναι η μοναξιά, ούτε η ελευθερία, ούτε οι αράχνες ούτε οι κατσαρίδες! Φαίνεται τρελό, μα είναι η αλήθεια Μάρω. Να μη φοβάσαι το σκοτάδι γλυκιά μου, παρά μόνο το τι κρύβεται πίσω απο αυτό", είπε χαμογελώντας γλυκά στην Μάρω και της έσφιξε το χέρι. "Και να μη ξεχάσεις να ζείς ζαχαρωτάκι μου. ποτέ μην το ξεχάσεις. Η ζωή είναι ότι πολυτιμότερο μας έχει δοθεί και τη ζούμε μόνο μια φορά. Έλα τώρα, χαμογέλα μου να δω πως όλα πάνε καλά και έπιασαν τόπο τα λόγια μου." Η Μάρω του γέλασε. Κοίταξε προς το μέρος του και το ξανάκανε άλλη μια φορά. Έτρεξε να τον αγκαλιάσει αλλά της έκοψε τη φόρα. "Ζήσε, αγάπα και γέλα. Ποτέ μη σταματήσεις να τα κάνεις αυτά!!" Η Μάρω τον κοίταξε διστακτικά. '΄'Χέσε με ρε Γιάννη που θα μου κάνεις και ψυχανάλυση!" είπε ειρωνικά. "Και κοίτα να σε ξαναδώ να κλαίς, παλιοχαζή! Θα σε βαρέσω." είπε γελώντας στη Μάρω. "Δεν αξίζει να χαλιέσαι σοκολατίνι μου, γράψτους όλους εκεί που ξέρεις και συνέχισε τη ζωή σου. Να είσαι ο εαυτός σου και να είσαι λογική. Δείξε τρέλα εκεί που πρέπει και μην αποκτάς κόμπλεξ. Άσε όσους κομπλεξάρονται να το ζήσουν μόνοι τους. Ζήσε τη ζωή, ελεύθερα και όσο μπορείς. Μην ορίζεις τα όνειρά σου. Μη πιστεύεις κανέναν, μόνο τον εαυτό σου. Μην εξαρτάσαι απο κανέναν Μαρουλάκι μου. Και ξέρεις κάτι; Θέλω να τα σκεφτείς αυτά. Α! και σταμάτα να τρως όλη την ώρα τσίχλες! Είναι αγένεια. Και να μη σχολιάζεις κανέναν χωρίς να σου έχει φταίξει. Αν σε προκάλεσε, βρίσε, σχολίασε, χτύπα και εκδικήσου. Και θυμήσου, αν δεν πιστέψεις εσύ στον εαυτό σου πως θα πιστέψουν οι άλλοι σε σένα; Και όσον αφορά την εμφάνισή σου,. Κάνε ο,τι θέλεις με το μαλλί σου και τα ρούχα σου. Η συμπεριφορά σου με νοιάζει. Οτιδήποτε χρειαστείς θα ΄είμαι εδώ.." Η Μάρω τον κοίταξε βαριεστημένη. "Τελείωσες;" τον ρώτησε. Ο Γιάννης την κοίταξε εκνευρισμένα και έγνεψε θετικά. Χαμογέλασε και σηκώθηκε να την αγκαλιάσει. "Έλα τώρα χαζομικρή, κάτσε πιες τον καφέ!" Η Μάρω έφερε την κούπα στο μέρος της. "Ευτυχώς που υπάρχεις κ εσύ..' Έβγαλε το κασκόλ και το μπουφάν της και τα άφησε στην καρέκλα. "Ηρέμησε και πες μου τι έγινε" της είπε ο Γιάννης. Η Μάρω τον κοίταξε αρκετά φοβισμένη και ήπιε μια ρουφηξιά καφέ. Έτσι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. "Καλλιτέχνης είσαι" του είπε. Ο Γιάννης την κοίταξε άγρια και την πρόσταξε να του μην αλλάζει θέμα. Η Μάρω έσκυψε το κεφάλι της. "Γύριζα σπίτι. Με παραμόνευε έξω, με τράβηξε απο το μαλλί και άρχισε να με βρίζει. Δεν έδωσα σημασία αλλά δεν είμαι καλά. Και τα θυμήθηκα στη διαδρομή" είπε σαστισμένη και ολίγον τι, τρελαμένη. Ο Γιάννης την κοίταξε σκεφτικός. "Και κλαίς για τέτοιες μαλακίες; Πάντως και εγώ σ'ευχαριστώ που ήρθες, δεν είμαι καλά. Η Μάρω τον κοίταξε με απορία. "Τι έγινε τζουτζούκο;" τον ρώτησε. Δεν της απάντησε κ αυτή τον ρώτησε πάλι. Η ίδια έκφραση. "Χώρισες με την Τόνια;" Της έγνεψε για άλλη μια φορά καταφατικά. Άρχισε να κλαίει και φόρεσε την κουκούλα του. Προσπάθησε να του φτιάξει το κέφι, αν και ήταν σίγουρη πως ο Γιάννης είχε απλώς παρεξηγήσει την Τόνια. Η Τόνια ήταν εξαίρετη κοπέλα. "Δεν αλλάζουμε θέμα;" της πρότεινε. Η Μάρω επέμεινε. Ο Γιάννης έδειξε πολύ εκνευρισμένος. "Πήγα σπίτι της, άκουσα κραυγές, σπασίματα, και φρικιαστικούς ήχους. Παραμόνεψα λίγο και την είδα να φεύγει, ξυπόλυτη και φοβισμένη. Έπειτα απο λίγη ώρα κατέβηκε ένας άντρας. Ε, υπέθεσα τι έγινε και τη χώρισα" της είπε με μία πίκρα στο στόμα. Η Μάρω είχε μείνει άναυδη! "Δε νομίζω πως έκανες πολύ καλά.." του είπε. Ο Γιάννης άλλαξε θέμα και τη ρώτησε για τη δουλειά, η Μάρω απάντησε αρνητικά στην ερώτησή του και αυτό τον προβλημάτισε ιδιαίτερα. Η Μάρω ήταν γραμματέας στο γραφείο μιας ξαδέρφης της, ψυχολόγου. Έκλεινε ραντεβού και έκανε τέτοια πράγματα. Έβγαζε πολύ λίγα, αλλά της έφταναν για τις ανάγκες. Έμενε κοντά στον Γιάννη και συγκατοικούσε με μια συμφοιτήτριά της, την Αθηνά. "Βαρέθηκα να βλέπω τον γκόμενο της Βίκης!" είπε. "Τον Γιώργο;" τη ρώτησε. "Όχι, τον Δημήτρη!"
Η κουβέντα συνεχίστηκε για ώρες, μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως ένα γενικό ξεκαθάρισμα για τη ζωή της Μάρως.. Εφάρμοσε όσα της είπε ο Γιάννης και έκανε μια νέα αρχή. Τελειώνοντας την νομική, άνοιξε ένα δικηγορικό γραφείο μαζί με την Αθηνά στην Κρήτη. Η Αθηνά ήταν πλέον μέρος της οικογένειας, αφού παντρεύτηκε τον Ορφέα, τον αδερφό της Μάρως. Μετά απο χρόνια, όταν πέθανε όμως η κυρία Τζένη, η μάνα της Μάρως, όλα τα αδέρφια γύρισαν στο πατρικό τους στο Ναύπλιο και έζησαν τη ζωή τους ευτυχισμένοι.